μειλίσσομαι

μειλίσσομαι
μειλίσσω
make mild
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταμειλίσσομαι — και καταμειλίττομαι (Α) καταπραΰνω τον θυμό κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μειλίσσομαι «πραΰνω»] …   Dictionary of Greek

  • μειλίσσω — (Α) 1. ευφραίνω, γλυκαίνω 2. φιλοξενώ κάποιον 3. καταπραΰνω, καθησυχάζω, εξιλεώνω («μειλίσσων αὔραν ἄλλοις ἄλλαν θνατῶν λαίφεσι χαίρειν», Ευρ.) 4. παρακαλώ 5. μτφ. (για ποταμό) καθιστώ καρποφόρα τη γη ποτίζοντάς την με τα νερά μου («λιπαροῑς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”